- ζόρισμα
- το [ζορίζω]πίεση, καταναγκασμός, εκβιασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζόρισμα — το, ατος πίεση, καταναγκασμός, δυσκολία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση … Dictionary of Greek
πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)